λειχηνικός

λειχηνικός
η , ό[ν]
1) лишайный; 2) см. λειχηνιάρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λειχηνικός" в других словарях:

  • λειχηνικός — for eruptions masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχηνικός — ή, ό (Α λειχηνικός, ή, όν) [λειχήν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λειχήνες τού δέρματος και στη θεραπεία τους («λειχηνικὸς τροχίσκος», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λειχήνες …   Dictionary of Greek

  • λειχηνικά — λειχηνικός for eruptions neut nom/voc/acc pl λειχηνικά̱ , λειχηνικός for eruptions fem nom/voc/acc dual λειχηνικά̱ , λειχηνικός for eruptions fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχηνικόν — λειχηνικός for eruptions masc acc sg λειχηνικός for eruptions neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχηνική — λειχηνικός for eruptions fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»